- εξολόθρε(υ)μα
- το , εξολόθρευμός ο , εξολόθρευση [-νς (-εως)] η1) уничтожение, истребление; искоренение; 2) массовая гибель
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξολοθρεύομαι — εξολοθρεύομαι, εξολοθρεύτηκα (σπάν. εξολοθρεύθηκα), εξολοθρε(υ)μένος βλ. πίν. 20 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής